- εσπέριος
- -α, -ο (ΑΜ ἑσπέριος, -ία, -ον και -ος, -ον) [εσπέρα]1. ο βραδινός, ο εσπερινός2. αυτός που βρίσκεται δυτικά, ο δυτικός3. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἑσπερίαη χώρα που βρίσκεται δυτικά τής Ελλάδας, η δυτική Ευρώπηνεοελλ.το θηλ. ως ουσ. η εσπερία α) ζωολ.γένος σπόγγων τής οικογένειας τών δεσμακιδονιδώνβ) εντομολ.γένος λεπιδόπτερων εντόμων τής οικογένειας τών εσπεριδών.
Dictionary of Greek. 2013.